ομπρελάδικο

ομπρελάδικο
το
κατάστημα κατασκευής ή πώλησης ομπρελών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομπρελάδικο — και ομβρελλάδικο, το κατάστημα κατασκευής ή πώλησης ομπρελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομπρέλα + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • ομβρελάδικο — το βλ. ομπρελάδικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”